- αγρίμι
- Κάθε τετράποδο θηλαστικό σε άγρια κατάσταση, θηρίο· το αγριοκάτσικο ή αίγαγρος· άγριο πτηνό· το αγρευόμενο ζώο, το αγριμαίο, το θήραμα· μεταφορικά ο δύστροπος, ακοινώνητος, άξεστος, σκληροτράχηλος άνθρωπος.
* * *το (Μ ἀγρίμιν)1. κάθε τετράποδο θηλαστικό σε άγρια κατάσταση2. αίγαγρος, αγριοκάτσικονεοελλ.1. το αγρευόμενο ζώο, το θήραμα2. άγριο πτηνό3. άνθρωπος δύστροπος, ατίθασος, ανυπότακτος ή ακοινώνητος, απολίτιστος.[ΕΤΥΜΟΛ. 1.< μσν. ἀγρίμαιον, με συνίζηση τού πληθ. ἀγρίμαια, αγρίμια και με αντίστροφο σχηματισμό τού ενικού κατά το σχήμα καλάμια - καλάμι, θαλάμια - θαλάμι κ.λπ.2. Κατά τον Ανδριώτη, < μσν. ἀγρίμιν < ἀγριμαῖον, ουδ. τού μτγν. επιθ. ἀγριμαῖος].
Dictionary of Greek. 2013.